ἄγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄγημα < ἄγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄγημα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε που άγεται, το αγόμενο
  2. (ιστορία) ειδική στρατιωτική μονάδα στην αρχαία Σπάρτη
  3. (ιστορία) εκλεκτό τάγμα σωματοφυλάκων του μακεδονικού στρατού