Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄπιχθυς

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄπιχθυς < ἄπ- + ἰχθύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄπιχθυς αρσενικό

  • που δεν τρώει ψάρια
      καί φέρει εκείνος και Ἁριστοφάνους χρήσιν εξ Ἑρεχθέως ταύτην, τoυνθένδ' άπίχθυς βαρβάρους οἰκεῖν δοκῶ (Αριστοφάνη θραύσματα 564, )
      και τοὺς μὴ ἰχθῦς ἐσθίοντας ἀπίχθυς καλοῦσι, καὶ τοὺς ἀμούσους ἀπομούσους, καὶ τοὺς ἀνήβους ἀπότριχας (Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, περ. 257 - περ. 180 π.Χ., Περί των υποπτευομένων μη ειρήσθαι τοις παλαιοίς )
    και όσους δεν τρώνε ψάρια, τους αποκαλούν απίχθυες, και όσους δεν ξέρουν από μουσική, απομούσους, και τους νεαρότερους (που δεν είναι ακόμη έφηβοι), απότριχες (που είναι άτριχοι ακόμη)