ἐκτὸς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκτός, έκτος, ἕκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

< ἐκ

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἐκτὸς

  • έξω (+ γενική)