ἐντερόκοιλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐντερόκοιλα < ἐντερό- + κοιλία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐντερόκοιλα ουδέτερο στον πληθυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοιλάντερα (ουδέτερο, στον πληθυντικό)
- μεσοϋπόκοιλον
- μονόκοιλος
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐντερόκοιλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)