ἐνόδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐν +ὁδός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐνόδιος

  1. επίθετο θεών των οποίων τα αγάλματά στήνονται κοντά στους δρόμους ή στα τρίστρατα
  2. επίθετο του θεού Ερμή, δείχνει ότι μεταφέρει τους λόγους, εντολές του Δία.