ἐπίκτητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐπίκτητος, -ος, -ον

  1. που έχει αποκτηθεί επιπλέον
    ἐπίκτητος γῆ
  2. που έχει αποκτηθεί πρόσφατα
    ἐπίκτητος φίλος
  3. που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου
     αντώνυμα: σύμφυτος