ἐπανορθόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπανορθόω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπανορθόω

  1. σηκώνω όρθιο κάτι που έχει πέσει
  2. (μεταφορικά) επαναφέρω κάτι σε προηγούμενη καλή κατάσταση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]