ἐπιδεκτικῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπιδεκτικῶς < ελληνιστική κοινή ἐπιδεκτικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἐπιδεκτικῶς
- (καθαρεύουσα) με επιδεκτικό τρόπο, με επιδεκτικότητα