ἐπιδοκιμαστικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιδοκιμαστικῶς < ἐπιδοκιμαστικ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἐπιδοκιμαστικῶς

Πηγές[επεξεργασία]