ἐπιμαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιμαίνομαι < ἐπι- + μαίνομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπιμαίνομαι

  1. τρελαίνομαι
  2. επιτίθεμαι με μανία

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]