ἑδραιότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἑδραιότατος τὸ ἑδραιότατον οἱ, αἱ ἑδραιότατοι τὰ ἑδραιότατα
Γενική τοῦ, τῆς ἑδραιοτάτου τοῦ ἑδραιοτάτου τῶν ἑδραιοτάτων τῶν ἑδραιοτάτων
Δοτική τῷ, τῇ ἑδραιοτάτῳ τῷ ἑδραιοτάτῳ τοῖς, ταῖς ἑδραιοτάτοις τοῖς ἑδραιοτάτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἑδραιότατον τὸ ἑδραιότατον τοὺς, τὰς ἑδραιοτάτους τὰ ἑδραιότατα
Κλητική ἑδραιότατε ἑδραιότατον ἑδραιότατοι ἑδραιότατα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἑδραιοτάτω
Γενική-Δοτική ἑδραιοτάτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑδραιότατος < ἑδραῖ(ος) + -ότατος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἑδραιότατος