ἑτερότροφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ετερότροφος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἑτερότροφος τὸ ἑτερότροφον οἱ, αἱ ἑτερότροφοι τὰ ἑτερότροφα
Γενική τοῦ, τῆς ἑτεροτρόφου τοῦ ἑτεροτρόφου τῶν ἑτεροτρόφων τῶν ἑτεροτρόφων
Δοτική τῷ, τῇ ἑτεροτρόφῳ τῷ ἑτεροτρόφῳ τοῖς, ταῖς ἑτεροτρόφοις τοῖς ἑτεροτρόφοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἑτερότροφον τὸ ἑτερότροφον τοὺς, τὰς ἑτεροτρόφους τὰ ἑτερότροφα
Κλητική ἑτερότροφε ἑτερότροφον ἑτερότροφοι ἑτερότροφα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἑτεροτρόφω
Γενική-Δοτική ἑτεροτρόφοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑτερότροφος < ἕτερος + τροφή + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἑτερότροφος, -ος, -ον

  • που έχει ανατραφεί με διαφορετικό ή ανόμοιο τρόπο
    ὡς ἔστιν ἀνδρὸς θαρσαλέου ἢ μάντεως νεότητα πολλὴν ἑτερότροφον ἔθεσιν ἰδίοις χρωμένην ἐν τῇ χώρᾳ τὰ πολέμια μελετῶσαν ὁρῶντα μὴ δεδιέναι (Συνέσιος, Περί βασιλείαν λόγος, 19, 21)