ετερότροφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερότροφος < αρχαία ελληνική ἑτερότροφος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) hétérotrophe)
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερότροφος
- (βιολογία) που τρέφεται με άλλους οργανισμούς
- Ετερότροφοι είναι οι οργανισμοί που χρησιμοποιούν ως τροφή οργανικές ενώσεις που βρίσκουν στο περιβάλλον, σε αντιδιαστολή με τους αυτότροφους οργανισμούς όπως τα φυτά, τα οποία παράγουν μόνα τους τα καύσιμα που χρειάζονται μέσω της φωτοσύνθεσης. (*)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερότροφος