ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή < → δείτε τις λέξεις ἡ, τῶν, ἐνεδρευόντων, ἐνεδρεύω και ὑποβολή
Φράση[επεξεργασία]
ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή (ελληνιστική κοινή)
- η κρυφή θέση εκείνων που ενεδρεύουν, η ενέδρα
- ※ 2ος↑ αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 3.105.1, @scaife.perseus
- ἄρτι δὲ τῆς ἡμέρας διαφαινούσης, καὶ πάντων ταῖς τε διανοίαις καὶ τοῖς ὄμμασι περιεσπασμένων περὶ τοὺς ἐν τῷ γεωλόφῳ κινδυνεύοντας, ἀνύποπτος ἦν ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή.
- ※ 2ος↑ αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 3.105.1, @scaife.perseus
Πηγές[επεξεργασία]
- ὑποβολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.