ἱερόλαμπρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερόλαμπρος < ἱερός + λαμπρός (< λάμπω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἱερόλαμπρος, -ος, -ον

  • αυτός που έχει ιερή λάμψη