ὀβελίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ὀβελίας
- (για ψωμί) που είναι ψημένο σε μικρή σούβλα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ὀβελίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.