ὁμαδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὁμαδέω < ὅμαδος < ὁμάς ή ὁμός

ὁμαδέω

  • προκαλώ θόρυβο, αναστάτωση, βοή (από ανθρώπους που είναι συγκεντρωμένοι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]