ὅμαδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὅμαδος < ὁμάς ή ὁμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὅμαδος αρσενικό

  1. βοή, ταραχή από ομάδα συγκεντρωμένων ανθρώπων
  2. πάταγος μάχης

Συγγενικά

[επεξεργασία]