ὑπογενειάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑπογενειάζω
- αγγίζω παρακλητικά τα γένια κάπου και τον ικετεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ὑπογένειον η περιοχή κάτω από το πηγούνι
- ὑπογενειάσκω : (ίσως) αρχίζω να βγάζω γένεια (δεν είναι βέβαιη ούτε η ερμηνεία ούτε η ύπαρξη της λέξης)