ὑποκάμισον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑποκάμισον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὑποκάμισον < ὑπο- + κάμισον < ελληνιστική κοινή καμίσιον < λατινική camisia [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὑποκάμισον ουδέτερο

  • (ενδυμασία) χιτώνας, λεπτό ρούχο κάτω από το καμίσιο
    ※  ποτὲ ὑποκάμισον καλὸν δὲν ἐφόρεσεν, ἀλλὰ πάντοτε μπαλωμένος (Nεκτάριος Iεροσολύμων ο Kρης, Eπιτομή της Iεροκοσμικής Iστορίας Βενετία: 1677 (ανατ. Aθήνα 1980) Ιστ. 292).

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «πουκάμισο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.