ὠδίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὠδίνω
- γεννώ, έχω πόνους τοκετού
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
- δόκιμο μόνον σε τύπους του ενεστώτα, μεταγενέστεροι όλοι οι υπόλοιποι:
- παρατατικός ὤδινον, μέλλων ὠδινῶ και ὠδινήσω, αόριστος ὤδινα ὠδίνησα
- μέσος αόριστος ὠδινησάμην παθ. αόριστος ὠδινήθην