ὠκύποινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠκύποινος < ὠκύς + ποινή

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠκύποινος, -ος, -ον

  • παλαιγενῆ γὰρ λέγω παρβασίαν ὠκύποινον: μιλώ για την από παλιά παράβαση που τώρα γοργά τιμωρείται (Αισχ. Επτά επί Θήβας, 745)