ὠμοτόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμοτόκος | τὸ ὠμοτόκον | οἱ, αἱ ὠμοτόκοι | τὰ ὠμοτόκα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοτόκου | τοῦ ὠμοτόκου | τῶν ὠμοτόκων | τῶν ὠμοτόκων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοτόκῳ | τῷ ὠμοτόκῳ | τοῖς, ταῖς ὠμοτόκοις | τοῖς ὠμοτόκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμοτόκον | τὸ ὠμοτόκον | τοὺς, τὰς ὠμοτόκους | τὰ ὠμοτόκα |
Κλητική | ὠμοτόκε | ὠμοτόκον | ὠμοτόκοι | ὠμοτόκα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοτόκω | |||
Γενική-Δοτική | ὠμοτόκοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὠμοτόκος,ος,ον (ίσως & ὠμότοκος)
- που γεννά παιδί πρόωρα
- για κρασί που δεν έχει ωριμάσει σωστά