ὤκιμον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὤκιμον < ρίζα ἄκ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὤκιμον ουδέτερο (ίσς ταυτίζεται με το ὤκινον

  1. χόρτο για τα ζώα, είδος τριφυλλιού
  2. πιθανόν ο βασιλικός


Συγγενικά[επεξεργασία]