-ώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -ώνομαι < ελληνιστική κοινή -ώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος -ώνω
Επίθημα[επεξεργασία]
-ώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος -ώνω