-dóttir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδικά (is)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -dóttir < dóttir (κόρη στα ισλανδικά)
Επίθημα[επεξεργασία]
-dóttir θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό που χρησιμοποιείται στην σύνθεση ισλανδικών επωνύμων από το όνομα του πατέρα ή της μητέρας του κατέχοντος το επώνυμο και σημαίνει «κόρη του ή της»
- ↪ Jakobsdóttir - επώνυμο που σημαίνει ότι αυτή που το έχει είναι κόρη του Jakob