Μετάβαση στο περιεχόμενο

-dóttir

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-dóttir < dóttir (κόρη στα ισλανδικά)

Επίθημα

[επεξεργασία]

-dóttir θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό που χρησιμοποιείται στην σύνθεση ισλανδικών επωνύμων από το όνομα του πατέρα ή της μητέρας του κατέχοντος το επώνυμο και σημαίνει «κόρη του ή της»
      Jakobsdóttir - επώνυμο που σημαίνει ότι αυτή που το έχει είναι κόρη του Jakob

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]