Anziehungskraft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Anziehungskraft (de) θηλυκό
- (φυσική) η έλξη (π.χ. της βαρύτητας)
- η ελκυστικότητα