Applikation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Applikation (de) θηλυκό

  1. εφαρμογή, πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών
    Informatik: Anwendungsprogramm, Anwendung