Μετάβαση στο περιεχόμενο

Athénienne

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
Athénienne Athéniennes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Athénienne, θηλυκό του Athénien

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

Athénienne (fr) θηλυκό