Μετάβαση στο περιεχόμενο

Birne

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Birne die Birnen
γενική der Birne der Birnen
δοτική der Birne den Birnen
αιτιατική die Birne die Birnen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Birne < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική bir(e) < παλαιά άνω γερμανική bira / pira < δημώδης λατινική pira < λατινική pirum (αχλάδι) [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbɪʁnə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Birne (de) θηλυκό

  1. (φρούτο) το αχλάδι
  2. (συνεκδοχικά) η αχλαδιά
     συνώνυμα: Birnbaum
  3. η ηλεκτρική λάμπα
     συνώνυμα: Glühbirne
  4. (οικείο) το κεφάλι

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Birne στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Birne - Duden online.
  2. Birne - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).