Geriater
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Geriater (de) αρσενικό (θηλυκό Geriaterin)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Geriatrie
Geriater (de) αρσενικό (θηλυκό Geriaterin)