Japonaise
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Japonaise | Japonaises |
Japonaise (fr) θηλυκό
- (εθνικό όνομα) η Γιαπωνέζα, η Ιαπωνίδα
ενικός | πληθυντικός |
Japonaise | Japonaises |
Japonaise (fr) θηλυκό