Jugendliche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

der Jugendliche (de) αρσενικό

  1. ο νέος


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

die Jugendliche (de) θηλυκό

  1. η νέα