Jugendliche
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]der Jugendliche (de) αρσενικό
- ο νέος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]die Jugendliche (de) θηλυκό
- η νέα
der Jugendliche (de) αρσενικό
die Jugendliche (de) θηλυκό