Leitkegel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laɪ̯tˌkeːɡəl/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Leit.ke.gel
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Leitkegel (de) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Haberkornhütchen (στην Αυστρία)
- Pylon
- Verkehrsleitkegel
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Leitkegel στη γερμανική Βικιπαίδεια