leiten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
leiten (de) (αόριστος leitete, μετοχή παρακειμένου geleitet)
leiten (de) (αόριστος leitete, μετοχή παρακειμένου geleitet)