Lurch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lʊʁç/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Lurch
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lurch (de) αρσενικό
- το αμφίβιο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κατηγορία:Αμφίβια (γερμανικά) στο Βικιλεξικό