Möbelpacker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Möbelpacker < Möbel (έπιπλο) + Packer (αυτός που κάνει ένα πακέτο, ένα αμπαλάρισμα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Möbelpacker (de) αρσενικό