Möbelpacker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Möbelpacker < Möbel (έπιπλο) + Packer (αυτός που κάνει ένα πακέτο, ένα αμπαλάρισμα)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Möbelpacker (de) αρσενικό