Μετάβαση στο περιεχόμενο

Möhre

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Möhre die Möhren
γενική der Möhre der Möhren
δοτική der Möhre den Möhren
αιτιατική die Möhre die Möhren

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Möhre < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική mor(c)he < παλαιά άνω γερμανική mor(a)ha [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmøːʁə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Möhre (de) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Möhre στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Möhre - Duden online.
  2. Möhre - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).