καρότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρότο | τα | καρότα |
γενική | του | καρότου | των | καρότων |
αιτιατική | το | καρότο | τα | καρότα |
κλητική | καρότο | καρότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική carota < λατινική carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική κάρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈɾo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρό‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρότο ουδέτερο
- (λαχανικό) εδώδιμη ρίζα με χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμα
- (τεχνολογία) κυλινδρικό τμήμα εδάφους, ασφάλτου ή παγετώνα που λαμβάνεται, με ειδικό μηχάνημα, σαν δείγμα, για να εξεταστεί η σύστασή του
- (μεταφορικά) κάτι που δίνουμε, για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του άλλου, ώστε να ασχοληθεί με ένα θέμα
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καρότο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρότο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)