καροτί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καροτί < καρότ(ο) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ɾoˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρο‐τί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καροτί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

καροτί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του καροτής για όλα τα γένη

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καρότο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καροτί