καροτοσαλάτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καροτοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία): σαλάτα με καρότο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καροτοσαλάτα
|
|

καροτοσαλάτα θηλυκό
|
|