karoto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | karoto |
αιτιατική | karoton |
karoto (eo)
- το καρότο
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | karoto |
αιτιατική | karoton |
karoto (eo)