NSF
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- NSF < non + sufficient + funds
Συντομομορφή
[επεξεργασία]NSF (en) αρκτικόλεξο
- (οικονομία) χωρίς αντίκρισμα
- ⮡ a NSF (non-sufficient funds) check - επιταγή χωρίς αντίκρισμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Non-sufficient funds στην αγγλική Βικιπαίδεια