Rechner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: rechnen

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Rechner (de) αρσενικό

  1. ο υπολογιστής, το «μηχανάκι»
  2. ο (ηλεκτρονικός) υπολογιστής, ο κομπιούτερ