Smyrniote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Smyrniote | Smyrniotes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Smyrniote (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) ο Σμυρνιός, η Σμυρνιά
ενικός | πληθυντικός |
Smyrniote | Smyrniotes |
Smyrniote (fr) αρσενικό ή θηλυκό