Wichtigtuer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Wichtigtuer < wichtig + tun

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Wichtigtuer (de) αρσενικό (θηλυκό Wichtigtuerin)

  • αυτός που παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σημαντικό