tun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

tun (de)

  • κάνω
    er hat damit nichts zu tun - δεν έχει να κάνει τίποτα μ' αυτό / δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό

Συνώνυμα[επεξεργασία]