ab ovo
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]ab ovo (la)
- (κυριολεκτικά: από το αβγό) εξαρχής, από την αρχή (τεχνική διήγησης)
- ⮡ Η πλοκή της Οδύσσειας ξεκινάει in medias res, από τη στιγμή που ο Οδυσσέας βρίσκεται ναυαγός στο νησί της Καλυψώς, δηλαδή από τη μέση της χρονολογικής σειράς των γεγονότων και όχι ab ovo, από την αρχή, δηλαδή τη στιγμή της αναχώρησής του από την Τροία.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ab ovo στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
ab ovo στη Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- ab ovo - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)