abheben
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈapˌheːbn̩/ & /ˈapˌheːbm̩/
- ⓘ
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ab‐he‐ben
Ρήμα
[επεξεργασία]abheben (de)
abheben (de)