abondance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bɔ̃.dɑ̃s/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abondance (fr) θηλυκό
- η αφθονία, ο πληθωρισμός, το μπερεκέτι